- κώδυια
- κώδυια, ἡ,A head: hence, bulb, cup of the κλεψύδρα, Arist.Pr.914b27 (vv.ll. κωδύαν, κωδίαν: these forms, as well as κώδεια (q.v.), are prob. derived from κώδυια).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωδυία — κωδυίᾱ , κώδυια head fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδυια — κώδυια, ἡ (Α) 1. κεφαλή 2. το επάνω μέρος τής κλεψύδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κώδεια] … Dictionary of Greek
κωδυίας — κωδυίᾱς , κώδυια head fem acc pl κωδυίᾱς , κώδυια head fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδεια — κώδεια, ἡ (Α) 1. κεφάλι («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», Ομ. Ιλ.) 2. η κεφαλή ή ο βολβός ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τού σκόρδου 3. η κάψα ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τής παπαρούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως αρχικός τ. θεωρείται η λ. κώδυια οι λ.… … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek